Catégorie:Dérivations en grec
Apparence
Pages dans la catégorie « Dérivations en grec »
Cette catégorie comprend 726 pages, dont les 200 ci-dessous.
(page précédente) (page suivante)Α
- άβλαβος
- άβολος
- άβραστος
- αγγλικός
- άγευστος
- αγριότητα
- αγροτικός
- αγωνιώδης
- αδιάβροχος
- αδιαφάνεια
- αδικαιολόγητος
- αδράνεια
- αερισμός
- αεροπορία
- αηδιάζω
- αθεΐζω
- αθεϊσμός
- αθεϊστής
- αθηναϊκός
- αιθέριος
- αιματίδρωση
- αιμοδότης
- αιμοδότρια
- αιμομιξία
- αιτιατικός
- αιφνιδιάζω
- αιωνίως
- ακατανόητος
- ακατόρθωτος
- ακεραιότητα
- ακεφιά
- άκεφος
- ακολουθία
- ακονίζω
- ακτινολογικός
- αλβανικός
- αλγεβρικός
- Αλγερινός
- αλεξίσφαιρος
- αλκοολούχος
- αλλεργικός
- αλπικός
- αλσατικός
- αλύγιστος
- αλφαβητισμός
- αμίλητος
- αμυντικός
- αναγκαιότητα
- αναδρομικός
- αναιμικός
- αναίσθητος
- ανακύκλωση
- αναλφαβητισμός
- αναπαραγωγή
- αναποτελεσματικός
- αναπόφευκτος
- αναπτυξιακός
- αναρτητέος
- αναρχικός
- ανασχηματίζω
- ανασχηματισμός
- αναχρηματοδότηση
- ανενεργός
- ανευθυνότητα
- ανεφάρμοστος
- ανήθικος
- ανηθικότητα
- ανησυχία
- ανθρωποκτονία
- ανιδιοτελής
- ανισότητα
- άνοιγμα
- ανοργανωσιά
- ανορθοδοξία
- ανταγωνιστικότητα
- αντηλιακός
- αντικαπιταλιστικός
- αντικειμενικός
- αντικειμενικότητα
- αντιμεταναστευτικός
- αντιπολίτευση
- αντιπροεδρία
- αντισημιτικός
- αντισημιτισμός
- αντισυνταγματικά
- αντισυνταγματικότητα
- αντιτρομοκρατικός
- αντιφασιστικός
- ανυπάκουος
- ανυπόφορος
- αξιολόγηση
- απεργία
- απεργιακός
- απίστευτος
- απογείωση
- απογευματινός
- απογοήτευση
- απογοητεύω
- αποζημίωση
- αποικιοκράτης
- αποικιοκρατία
- αποκεφαλισμός
- απολυταρχία
- απολυταρχικός
- απολυταρχισμός
- απομάκρυνση
- απομόνωση
- απομυθοποίηση
- αποπληθωρισμός
- αποπροσανατολισμός
- απόρριψη
- αποσαφήνιση
- αποσχιστής
- αποτσίγαρο
- απουσιάζω
- αποφασίζω
- αποφασιστικότητα
- αποψινός
- αρμενικός
- αρνητικός
- αρπιστής
- αρπίστρια
- αρχαιολογικός
- -αρχία
- αρχιεπίσκοπος
- αρχίζω
- αρχιθησαυροφύλακας
- αρχιτεκτονικός
- αρχιτεκτόνισσα
- ασημένιος
- ασθενοφόρο
- αστάθεια
- αστυνομία
- αστυνομικός
- ατμοσφαιρικός
- ατομικός
- ατυχία
- αυθεντικότητα
- αυστραλιακός
- αυστριακός
- Αυστριακός
- αυτεπαγωγή
- αυτοβιογραφικός
- αυτοϊκανοποίηση
- αυτοκαταστροφή
- αυτοκινητιστής
- αυτονόητος
- αφοπλισμός
- αφρικανικός
- αφρικάνικος
- αφρικανικότητα