αναχρηματοδότηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de χρηματοδότηση, avec le préfixe ανα-.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αναχρηματοδότηση | οι | αναχρηματοδοτήσεις |
Génitif | της | αναχρηματοδότησης αναχρηματοδοτήσεως |
των | αναχρηματοδοτήσεων |
Accusatif | τη(ν) | αναχρηματοδότηση | τις | αναχρηματοδοτήσεις |
Vocatif | αναχρηματοδότηση | αναχρηματοδοτήσεις |
αναχρηματοδότηση, anakhrimatodhótisi \Prononciation ?\ féminin
- (Finance) Refinancement.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)