Catégorie:grec
Cette catégorie réunit les mots et locutions en grec (code el
). La section grammaire contient tous les types de mots comme les noms communs, les verbes ou les adjectifs. Elle contient en outre des sous-catégories thématiques : noms d’animaux ou lexique de la musique, ou encore des catégories d’expressions, ou enfin des registres de langue.
Voir aussi
[modifier le wikicode]- Mots traduits en grec.
- Aide:Étymologie grecque et grec ancien (pour les racines grecques)
- Category:Greek language sur Commons
- Catégorie:Langue grecque sur l’encyclopédie Wikipédia
- Catégorie:Grec sur Wikiversité
Index en grec |
Si vous ne voyez que des rectangles ou des points d’interrogation, installez une des nombreuses polices supportant l’écriture grecque ou une police générique Unicode du plan de base multilingue (Code 2000 ou encore Everson Mono Unicode).
α (alpha) ·
β (bêta) ·
γ (gamma) ·
δ (delta) ·
ε (epsilon) ·
ζ (dzêta) ·
η (êta) ·
θ (thêta) ·
ι (iota) ·
κ (kappa) ·
λ (lambda) ·
μ (mu) ·
ν (nu) ·
ξ (xi) ·
ο (omicron) ·
π (pi) ·
ρ (rhô) ·
σ (sigma) · ς (sigma final) ·
τ (tau) ·
υ (upsilon) ·
φ (phi) ·
χ (khi) ·
ψ (psi) ·
ω (oméga) |
Sous-catégories
Cette catégorie comprend 29 sous-catégories, dont les 29 ci-dessous.
A
- Mots affectueux en grec – 2 P
- Annexes en grec – 4 P
C
E
- Exemples en grec – 391 P
G
- grec régional – vide
L
- Lettres en grec – 64 P
M
- Mots proverbiaux en grec – 3 P
N
- Néologismes en grec – 9 P
O
P
- Proverbes en grec – vide
R
- Termes rares en grec – 2 P
S
- Symboles en grec – 4 P
T
- Termes désuets en grec – 2 P
- Thésaurus en grec – 1 P
V
- Termes vieillis en grec – 2 P
Pages dans la catégorie « grec »
Cette catégorie comprend 9 348 pages, dont les 200 ci-dessous.
(page précédente) (page suivante);
A
K
S
Α
- α
- Α
- α-
- α-υδροξυπροπανικό οξύ
- Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
- αʹ
- Αʹ
- αβαείο
- αβαθής
- άβακας
- Αβάνα
- αβανγκαρντισμός
- αβάς
- άβαφος
- αββάς
- αβγό
- αβέβαιος
- Άβελ
- αβίαστος
- Αβινιόν
- αβλαβής
- άβλαβος
- αβοήθητος
- αβοκάντο
- άβολος
- άβραστος
- άβυσσος
- αγαθιάρης
- Αγαθονήσι
- αγαθός
- αγαλλιάζω
- άγαλμα
- αγάλματα
- αγαλματίδιο
- αγάλματος
- αγαλμάτων
- αγαμία
- άγαμος
- αγανάκτηση
- αγανακτώ
- αγανάχτηση
- αγαναχτώ
- αγάπες
- αγάπη
- αγαπημένος
- αγάπης
- αγαπητός
- αγαπώ
- αγαπών
- αγγαρεία
- αγγαρεύω
- αγγείο
- αγγελάκι
- αγγελία
- Αγγελική
- αγγελικός
- αγγελιοφόρος
- αγγέλλω
- άγγελμα
- άγγελος
- αγγελούδι
- αγγέλω
- αγγίζω
- Αγγλία
- Αγγλίδα
- αγγλικά
- αγγλικός
- αγγλόφωνος
- αγγούρι
- αγελάδα
- αγελαδοτρόφος
- αγέλαστος
- αγέλη
- αγένειος
- αγενής
- αγέρωχος
- άγευστος
- άγια
- Αγία Λουκία
- αγιάζι
- αγιάζω
- άγιας
- αγιαστήρα
- αγιαστούρα
- αγιατολάχ
- άγιε
- Άγιε Βασίλη
- άγιες
- αγίνωτος
- άγιο
- Άγιο Βασίλη
- Άγιο Πνεύμα
- άγιοι
- Άγιοι Βασίληδες
- αγιοκέρι
- αγιόκλημα
- άγιος
- Άγιος Βασίλης
- Άγιος Μαρίνος
- άγιου
- Αγίου Βασίλη
- άγιους
- άγιων
- Αγίων Βασίληδων
- αγκαζάρω
- αγκάθι
- αγκίδα
- αγκινάρα
- αγκίστρι
- Αγκίστρι
- Αγκόλα
- αγκύλη
- Άγκυρα
- άγκυρα
- αγκυροβολώ
- αγκώνα
- αγκώνας
- αγκώνες
- αγκώνων
- αγνός
- αγνότης
- αγνοώ
- αγνωμοσύνη
- αγνώμων
- αγνωσιαρχία
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- άγονο
- άγονος
- αγορά
- αγοράζω
- αγοραίος
- αγοραστής
- αγόρευση
- αγορεύω
- αγορητής
- αγόρι
- άγουρος
- αγράμματος
- αγραμματοσύνη
- άγραφος
- αγριεύω
- άγριος
- αγριότητα
- αγριόχορτο
- αγροδιατροφικός
- αγροίκος
- αγρόκτημα
- αγρός
- αγρότης
- αγροτικός
- αγρυπνία
- αγρύπνια
- άγρυπνος
- αγρυπνώ
- άγχος