απογοήτευση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Mot dérivé de απογοητεύω, apogoitévo (« décevoir »), avec le suffixe -ση, -si.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | απογοήτευση | οι | απογοητεύσεις |
Génitif | της | απογοήτευσης απογοητεύσεως |
των | απογοητεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | απογοήτευση | τις | απογοητεύσεις |
Vocatif | απογοήτευση | απογοητεύσεις |
απογοήτευση, apogoítevsi \a.pɔ.ɣɔ.ˈi.tɛf.si\ féminin
- Déception.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (απογοήτευση)