βιωσιμότητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | βιωσιμότητα | οι | βιωσιμότητες |
Génitif | της | βιωσιμότητας | των | βιωσιμοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | βιωσιμότητα | τις | βιωσιμότητες |
Vocatif | βιωσιμότητα | βιωσιμότητες |
βιωσιμότητα (viosimótita) \Prononciation ?\ féminin
- Capacité à survivre, viabilité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)