Aller au contenu

βιωσιμότητα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de βιώσιμος, avec le suffixe -ότητα.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βιωσιμότητα οι  βιωσιμότητες
Génitif της  βιωσιμότητας των  βιωσιμοτήτων
Accusatif τη(ν)  βιωσιμότητα τις  βιωσιμότητες
Vocatif βιωσιμότητα βιωσιμότητες

βιωσιμότητα (viosimótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Capacité à survivre, viabilité.