Aller au contenu

αποζημίωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de αποζημιώνω, apozimióno (« compenser »), avec le suffixe -ση, -si.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αποζημίωση οι  αποζημιώσεις
Génitif της  αποζημίωσης
αποζημιώσεως
των  αποζημιώσεων
Accusatif τη(ν)  αποζημίωση τις  αποζημιώσεις
Vocatif αποζημίωση αποζημιώσεις

αποζημίωση, apozimíosi \a.pɔ.zi.ˈmi.ɔ.si\ féminin

  1. Compensation.
  2. Dédommagement.