αποζημίωση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Mot dérivé de αποζημιώνω, apozimióno (« compenser »), avec le suffixe -ση, -si.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αποζημίωση | οι | αποζημιώσεις |
Génitif | της | αποζημίωσης αποζημιώσεως |
των | αποζημιώσεων |
Accusatif | τη(ν) | αποζημίωση | τις | αποζημιώσεις |
Vocatif | αποζημίωση | αποζημιώσεις |
αποζημίωση, apozimíosi \a.pɔ.zi.ˈmi.ɔ.si\ féminin