αυτοκινητιστής
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé de αυτοκίνητο, avec le suffixe -τής.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αυτοκινητιστής | οι | αυτοκινητιστές |
Génitif | του | αυτοκινητιστή | των | αυτοκινητιστών |
Accusatif | τον | αυτοκινητιστή | τους | αυτοκινητιστές |
Vocatif | αυτοκινητιστή | αυτοκινητιστές |
αυτοκινητιστής (aftokinitistís) \af.tɔ.ci.ni.ti.ˈstis\ masculin (pour une femme, on dit : αυτοκινητίστρια)
- Automobiliste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)