αποπληθωρισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de πληθωρισμός, avec le préfixe απο-.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αποπληθωρισμός | οι | αποπληθωρισμοί |
Génitif | του | αποπληθωρισμού | των | αποπληθωρισμών |
Accusatif | τον | αποπληθωρισμό | τους | αποπληθωρισμούς |
Vocatif | αποπληθωρισμέ | αποπληθωρισμοί |
αποπληθωρισμός, apoplithorismós \Prononciation ?\ masculin
- (Économie) Déflation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αποπληθωρισμός)