βομβιστικός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]βομβιστικός, vomvistikós \Prononciation ?\
- Qui se rapporte à la pose de bombes.
- βομβιστική επίθεση.
- Attaque à la bombe.
- βομβιστική επίθεση.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (βομβιστικός)