ακολουθία
Apparence
:
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de ακόλουθος, akólouthos (« suivant »), avec le suffixe -ία, -ía, en grec ancien ἀκολουθία, akolouthía (« suite, cortège »).
- Le sens religieux s'explique par le fait que l'on « suit » une messe ; voir ακολουθώ.
Nom commun
[modifier le wikicode]ακολουθία \a.kɔ.lu.ˈθi.a\ féminin
- Suite.
- το κείμενο σου δεν έχει ακολουθία, άρα δε θα πείσει
- Cortège, escorte.
- εμφανίστηκε η δημοφιλής ηθοποιός με την ακολουθία της
- (Mathématiques) Suite.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- (Religion) Office religieux.
- οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα