σοφός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien σοφός, sophós.
Adjectif
[modifier le wikicode]σοφός (sofós) \sɔ.ˈfɔs\
- Raisonnable, sage, sensé.
Synonymes
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σοφός | οι | σοφοί |
Génitif | του | σοφού | των | σοφών |
Accusatif | τον | σοφό | τους | σοφούς |
Vocatif | σοφέ | σοφοί |
σοφός (sofós) \sɔ.ˈfɔs\ masculin
- Sage.
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σοφός)
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]σοφός, sophós *\so.ˈpʰos\ (adverbe : σοφῶς ; comparatif : σοφώτερος ; superlatif : σοφώτατος)
- Habile.
- (En parlant de l’intelligence ou du caractère)
- Prudent, sage.
- (En particulier) Initié à la sagesse.
- (En particulier) Ingénieux, fin, rusé.
Dérivés
[modifier le wikicode]- ἀφιλόσοφος
- ἀγροικόσοφος
- ἀκρόσοφος
- ἄσοφος
- αὐτόσοφος
- βαθυσοφός
- διάσοφος
- δοξοματαιόσοφος
- δοξόσοφος
- δοκησίσοφος
- ἐθελοφιλόσοφος
- ἐμφιλόσοφος
- ἔνσοφος
- ἐπίσσοφος
- φιλόσοφος
- ἡμίσοφος
- ἰατροφιλόσοφος
- μικρόσοφος
- μισόσοφος
- μωρόσοφος
- ὀφθαλμόσοφος
- οἰησίσοφος
- πάνσοφος
- παντόσοφος
- πάσσοφος
- πολύσοφος
- πρωκτόσοφος
- θεόσοφος
- θυμόσοφος
- σοφία
- σόφισμα
- σοφισματικός
- σοφισμάτιον
- σοφισματώδης
- σοφισμός
- σοφιστάς
- σοφιστεία
- σοφιστέον
- σοφιστέος
- σοφίστευμα
- σοφιστεύω
- σοφιστήριον
- σοφιστής
- σοφιστιάω
- σοφιστικός
- σοφιστορήτωρ
- σοφίστρια
- σοφίζω, σοφίζομαι
- Σοφοκλῆς
- σοφόνοος
- σοφόνους
- σοφοτέχνης
- σοφόω
- τρίσοφος
- ὑπέρσοφος
- ὑπόσοφος
- χειρίσοφος
- χειρόσοφος
- ζωόσοφος
Dérivés dans d’autres langues
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- Alphonse Dain, Jules-Albert de Foucault, Pierre Poulain, Grammaire grecque Éloi-Jules Ragon, éditions Jean de Gigord, Paris, 1952
- « σοφός », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage
- ↑ Cette page utilise des informations de l’article du Wiktionnaire en anglais, sous licence CC BY-SA 4.0 : σοφός. (liste des auteurs et autrices)