Aller au contenu

πρωκτόσοφος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De πρωκτός (« anus ») et σοφός (« habile »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὁ/ἡ πρωκτόσοφος οἱ/αἱ πρωκτόσοφοι τὼ πρωκτοσόφω
Vocatif πρωκτόσοφε πρωκτόσοφοι πρωκτοσόφω
Accusatif τὸν/τὴν πρωκτόσοφον τοὺς/τὰς πρωκτοσόφους τὼ πρωκτοσόφω
Génitif τοῦ/τῆς πρωκτοσόφου τῶν πρωκτοσόφων τοῖν πρωκτοσόφοιν
Datif τῷ/τῇ πρωκτοσόφῳ τοῖς/ταῖς πρωκτοσόφοις τοῖν πρωκτοσόφοιν

πρωκτόσοφος, prôktósophos *\prɔːk.ˈto.so.pʰos\ masculin et féminin identiques . Ancienne écriture : πρωϰτόσοϕος.

  1. Expert en débauche contre nature.

Références

[modifier le wikicode]