Aller au contenu

πολιτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πολιτικός, politikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικός πολιτική πολιτικό
génitif πολιτικού πολιτικής πολιτικού
accusatif πολιτικό πολιτική πολιτικό
vocatif πολιτικέ πολιτική πολιτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικοί πολιτικές πολιτικά
génitif πολιτικών πολιτικών πολιτικών
accusatif πολιτικούς πολιτικές πολιτικά
vocatif πολιτικοί πολιτικές πολιτικά

πολιτικός, politikós \pɔ.li.ti.ˈkɔs\

  1. Politique.
  2. Municipal, urbain.

πολιτικός, politikós \pɔ.li.ti.ˈkɔs\

  1. Homme politique, politicien.
Mot dérivé de πολίτης, polítēs (« citoyen »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικός πολιτική πολιτικόν
vocatif πολιτικέ πολιτική πολιτικόν
accusatif πολιτικόν πολιτικήν πολιτικόν
génitif πολιτικοῦ πολιτικῆς πολιτικοῦ
datif πολιτικ πολιτικ πολιτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
vocatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
accusatif πολιτικώ πολιτικά πολιτικώ
génitif πολιτικοῖν πολιτικαῖν πολιτικοῖν
datif πολιτικοῖν πολιτικαῖν πολιτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πολιτικοί πολιτικαί πολιτικά
vocatif πολιτικοί πολιτικαί πολιτικά
accusatif πολιτικούς πολιτικάς πολιτικά
génitif πολιτικῶν πολιτικῶν πολιτικῶν
datif πολιτικοῖς πολιτικαῖς πολιτικοῖς

πολιτικός, politikós *\po.liː.ti.kós\

  1. Civique, politique.
  2. Municipal, urbain.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]