Aller au contenu

πλούσιος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πλούσιος, ploúsios.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πλούσιος πλούσια πλούσιο
génitif πλούσιου πλούσιας πλούσιου
accusatif πλούσιο πλούσια πλούσιο
vocatif πλούσιε πλούσια πλούσιο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πλούσιοι πλούσιες πλούσια
génitif πλούσιων πλούσιων πλούσιων
accusatif πλούσιους πλούσιες πλούσια
vocatif πλούσιοι πλούσιες πλούσια

πλούσιος (plúsios) \ˈplu.si.ɔs\

  1. Riche.
    • πλούσια τα ελέη
Apparenté au latin plus, de πλοῦτος, ploûtos (« richesse »)[1].
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πλούσιος πλουσία πλούσιον
vocatif πλούσιε πλουσία πλούσιον
accusatif πλούσιον πλουσίαν πλούσιον
génitif πλουσίου πλουσίας πλουσίου
datif πλουσί πλουσί πλουσί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πλουσίω πλουσίω πλουσίω
vocatif πλουσίω πλουσίω πλουσίω
accusatif πλουσίω πλουσίω πλουσίω
génitif πλουσίοιν πλουσίαιν πλουσίοιν
datif πλουσίοιν πλουσίαιν πλουσίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πλούσιοι πλούσιαι πλούσια
vocatif πλούσιοι πλούσιαι πλούσια
accusatif πλουσίους πλουσίας πλούσια
génitif πλουσίων πλουσίων πλουσίων
datif πλουσίοις πλουσίαις πλουσίοις

πλούσιος, ploúsios *\ˈploː.si.os\

  1. Riche, opulent.

Références

[modifier le wikicode]
  1. « πλούσιος », dans Henry Liddell, Robert ScottAn Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage