φτωχός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien πτωχός, ptôkhós (« humble, pauvre »).
Adjectif
[modifier le wikicode]φτωχός (ftokhós) \ftɔ.ˈxɔs\
- Pauvre. (Qui est dans la pauvreté.)
Dérivés
[modifier le wikicode]- φτωχαδάκι
- φτωχαίνω
- φτώχεια
- φτώχεμα
- φτωχικό
- φτωχικός
- φτωχούλης
- φτωχούτσικος
- φτωχογειτονιά
- φτωχοκόριτσο
- φτωχολογιά
- φτωχολόι
- φτωχομάγαζο
- φτωχομάνα
- φτωχομαχαλάς
- φτωχόπαιδο
- φτωχοπερήφανος
- φτωχόσπιτο
- φτωχοφαμελιά
- φτωχοφαμελίτης/φτωχοφαμελίτισσα