φτωχοφαμελίτισσα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de φτωχοφαμελίτης, ftokhofamelítis (« charmeur »), avec le suffixe -ισσα, -issa (« -esse »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | φτωχοφαμελίτισσα | οι | φτωχοφαμελίτισσες |
Génitif | της | φτωχοφαμελίτισσας | των | φτωχοφαμελιτισσών |
Accusatif | τη(ν) | φτωχοφαμελίτισσα | τις | φτωχοφαμελίτισσες |
Vocatif | φτωχοφαμελίτισσα | φτωχοφαμελίτισσες |
φτωχοφαμελίτισσα, ftokhofamelítissa \ftɔ.xɔ.fa.mɛ.ˈli.ti.sa\ féminin (pour un homme, on dit : φτωχοφαμελίτης)
- Pauvresse.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)