Aller au contenu

δορυφόρος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien δορυφόρος, doruphóros (« lancier ») ; le sens de « satellite » est le calque du français satellite, les lanciers étant autrefois les gardes du corps des rois et gouvernants.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  δορυφόρος οι  δορυφόροι
Génitif του  δορυφόρου των  δορυφόρων
Accusatif τον  δορυφόρο τους  δορυφόρους
Vocatif δορυφόρε δορυφόροι

δορυφόρος (dorifóros) \ðo.ɾiˈfo.ɾos\ masculin

  1. (Astronomie) Satellite.
    • η Σελήνη είναι ο φυσικός δορυφόρος της Γης.
  2. (Technologie) Satellite artificiel.
    • η χώρα μας έθεσε σε τροχιά τον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο HELLAS-SAT.
  3. (Entomologie) Doryphore.
    • Δορυφόρος της πατάτας.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δορυφόρος)
Mot composé de δόρυ, dóru (« lance ») et de φορός, phorós (« portant »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δορυφόρος δορυφόρος δορυφόρον
vocatif δορυφόρε δορυφόρε δορυφόρον
accusatif δορυφόρον δορυφόρον δορυφόρον
génitif δορυφόρου δορυφόρου δορυφόρου
datif δορυφόρ δορυφόρ δορυφόρ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif δορυφόρω δορυφόρω δορυφόρω
vocatif δορυφόρω δορυφόρω δορυφόρω
accusatif δορυφόρω δορυφόρω δορυφόρω
génitif δορυφόροιν δορυφόροιν δορυφόροιν
datif δορυφόροιν δορυφόροιν δορυφόροιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δορυφόροι δορυφόροι δορυφόρα
vocatif δορυφόροι δορυφόροι δορυφόρα
accusatif δορυφόρους δορυφόρους δορυφόρα
génitif δορυφόρων δορυφόρων δορυφόρων
datif δορυφόροις δορυφόροις δορυφόροις

δορυφόρος, doruphóros *\do.ry.ˈpʰo.ros\

  1. Qui porte une lance.

δορυφόρος, doruphóros *\do.ry.ˈpʰo.ros\ masculin

  1. (Militaire) Lancier, soldat armé d’une lance.
  2. (Par extension) Garde du corps des rois et des tyrans.

Références

[modifier le wikicode]