Aller au contenu

χρυσελεφάντινος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien χρυσελεφάντινος, khruselephantinos (« d’or et d’ivoire »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif χρυσελεφάντινος χρυσελεφάντινη χρυσελεφάντινο
génitif χρυσελεφάντινου χρυσελεφάντινης χρυσελεφάντινου
accusatif χρυσελεφάντινο χρυσελεφάντινη χρυσελεφάντινο
vocatif χρυσελεφάντινε χρυσελεφάντινη χρυσελεφάντινο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif χρυσελεφάντινοι χρυσελεφάντινες χρυσελεφάντινα
génitif χρυσελεφάντινων χρυσελεφάντινων χρυσελεφάντινων
accusatif χρυσελεφάντινους χρυσελεφάντινες χρυσελεφάντινα
vocatif χρυσελεφάντινοι χρυσελεφάντινες χρυσελεφάντινα

χρυσελεφάντινος (khriselfándinos) \xɾi.sɛ.lɛ.ˈfan.di.nɔs\

  1. Chryséléphantin.
    • ο Φειδίας κατασκεύασε τα χρυσελεφάντινα αγάλαματα της ΑΘηνάς στον Παρθενώνα και του Δία στην Ολυμπία.
Mot composé de χρυσός, khrusós (« or ») et de ἐλεφάντινος, elephantinos (« d’ivoire »).

χρυσελεφάντινος, khruselephantinos *\Prononciation ?\

  1. Chryséléphantin.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]