Aller au contenu

ξερός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien ξερός, xerós (« sec »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ξερός ξερή ξερό
génitif ξερού ξερής ξερού
accusatif ξερό ξερή ξερό
vocatif ξερέ ξερή ξερό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ξεροί ξερές ξερά
génitif ξερών ξερών ξερών
accusatif ξερούς ξερές ξερά
vocatif ξεροί ξερές ξερά

ξερός (xerós) \kseˈɾos\

  1. Sec, asséché.
    • Ξερό ψωμί.
      Du pain sec.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ξερός ξερά ξερόν
vocatif ξερέ ξερά ξερόν
accusatif ξερόν ξεράν ξερόν
génitif ξεροῦ ξερᾶς ξεροῦ
datif ξερ ξερ ξερ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ξερώ ξερά ξερώ
vocatif ξερώ ξερά ξερώ
accusatif ξερώ ξερά ξερώ
génitif ξεροῖν ξεραῖν ξεροῖν
datif ξεροῖν ξεραῖν ξεροῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ξεροί ξεραί ξερά
vocatif ξεροί ξεραί ξερά
accusatif ξερούς ξεράς ξερά
génitif ξερῶν ξερῶν ξερῶν
datif ξεροῖς ξεραῖς ξεροῖς

ξερός, xerós *\kse.rós\

  1. Forme ionienne de ξηρός.