Aller au contenu

δημοτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien δημοτικός, dêmotikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δημοτικός δημοτική δημοτικό
génitif δημοτικού δημοτικής δημοτικού
accusatif δημοτικό δημοτική δημοτικό
vocatif δημοτικέ δημοτική δημοτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δημοτικοί δημοτικές δημοτικά
génitif δημοτικών δημοτικών δημοτικών
accusatif δημοτικούς δημοτικές δημοτικά
vocatif δημοτικοί δημοτικές δημοτικά

δημοτικός (dhimotikós) \ði.mɔ.ti.ˈkɔs\

  1. Municipal.
    δημοτική αστυνομία, δημοτικό διαμέρισμα
  2. Démotique.
    η δημοτική γλώσσα
Mot dérivé de δημότης, dêmotês (« homme du peuple »), avec le suffixe -ικός, -ikós.

δημοτικός, dêmotikós *\Prononciation ?\

  1. Commun, populaire, démotique.

Références

[modifier le wikicode]