Aller au contenu

σύμπας

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de σύν, sún (« avec ») et de πᾶς, pâs (« tout »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σύμπας σύμπασα σύμπαν
vocatif σύμπας σύμπασα σύμπαν
accusatif σύμπαντα συμπάσα σύμπαν
génitif σύμπαντος συμπάσης σύμπαντος
datif σύμπαντι συμπάσῃ σύμπαντι
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif σύμπαντε συμπάσα σύμπαντε
vocatif σύμπαντε συμπάσα σύμπαντε
accusatif σύμπαντε συμπάσα σύμπαντε
génitif συμπάντοιν συμπάσαιν συμπάντοιν
datif συμπάντοιν συμπάσαιν συμπάντοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σύμπαντες σύμπασαι σύμπαντα
vocatif σύμπαντες σύμπασαι σύμπαντα
accusatif σύμπαντας συμπάσαις σύμπαντα
génitif συμπάντων συμπάντων συμπάντων
datif σύμπασι(ν) συμπάσαις σύμπασι(ν)

σύμπας, súmpas *\ˈsym.paːs\

  1. Tout ensemble.
    • σύμπας στρατός
      l’armée toute ensemble, l’ensemble de l’armée

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]