Aller au contenu

συμπατριώτισσα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de συμπατριώτης, simpatriótis (« compatriote »), avec le suffixe -ισσα, -issa (« -esse »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  συμπατριώτισσα οι  συμπατριώτισσες
Génitif της  συμπατριώτισσας των  συμπατριωτισσών
Accusatif τη(ν)  συμπατριώτισσα τις  συμπατριώτισσες
Vocatif συμπατριώτισσα συμπατριώτισσες

συμπατριώτισσα, simpatriótissa \sim.ba.ˈtrjo.ti.sa\ féminin (pour un homme, on dit : συμπατριώτης)

  1. Compatriote.

Références

[modifier le wikicode]