συμπατριώτισσα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de συμπατριώτης, simpatriótis (« compatriote »), avec le suffixe -ισσα, -issa (« -esse »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | συμπατριώτισσα | οι | συμπατριώτισσες |
Génitif | της | συμπατριώτισσας | των | συμπατριωτισσών |
Accusatif | τη(ν) | συμπατριώτισσα | τις | συμπατριώτισσες |
Vocatif | συμπατριώτισσα | συμπατριώτισσες |
συμπατριώτισσα, simpatriótissa \sim.ba.ˈtrjo.ti.sa\ féminin (pour un homme, on dit : συμπατριώτης)
- Compatriote.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συμπατριώτισσα)