πώληση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | πώληση | οι | πωλήσεις |
Génitif | της | πώλησης πωλήσεως |
των | πωλήσεων |
Accusatif | τη(ν) | πώληση | τις | πωλήσεις |
Vocatif | πώληση | πωλήσεις |
πώληση, pólisi \ˈpɔ.li.si\ féminin
- (Commerce) Vente.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Dérivés
[modifier le wikicode]- προπώληση (« prévente »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πώληση)