Aller au contenu

προπώληση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de προ, pro et de πώληση, pólisi.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  προπώληση οι  προπωλήσεις
Génitif της  προπώλησης
προπωλήσεως
των  προπωλήσεων
Accusatif τη(ν)  προπώληση τις  προπωλήσεις
Vocatif προπώληση προπωλήσεις

προπώληση, propólisi \Prononciation ?\ féminin

  1. (Commerce) Prévente.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προπώληση)