Aller au contenu

πυγμαῖος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : πυγμαίος
Mot dérivé de πυγμή, pygmḗ (« coudée, poing »), avec le suffixe -αῖος, -aîos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πυγμαῖος πυγμαία πυγμαῖον
vocatif πυγμαῖε πυγμαία πυγμαῖον
accusatif πυγμαῖον πυγμαίαν πυγμαῖον
génitif πυγμαίου πυγμαίας πυγμαίου
datif πυγμαί πυγμαί πυγμαί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πυγμαίω πυγμαία πυγμαίω
vocatif πυγμαίω πυγμαίω πυγμαίω
accusatif πυγμαίω πυγμαία πυγμαίω
génitif πυγμαίοιν πυγμαίαιν πυγμαίοιν
datif πυγμαίοιν πυγμαίαιν πυγμαίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πυγμαῖοι πυγμαῖαι πυγμαῖα
vocatif πυγμαῖοι πυγμαῖαι πυγμαῖα
accusatif πυγμαίους πυγμαίας πυγμαία
génitif πυγμαίων πυγμαίων πυγμαίων
datif πυγμαίοις πυγμαίαις πυγμαίοις

πυγμαῖος, pygmaîos *\Prononciation ?\

  1. Long d’une coudée.
  2. Haut d’un coude, comme trois pommes, nain.

Références

[modifier le wikicode]