Aller au contenu

προσγείωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de προσγειώνω, prosgiono (« atterrir »), avec le suffixe -ση, -si.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  προσγείωση οι  προσγειώσεις
Génitif της  προσγείωσης
προσγειώσεως
των  προσγειώσεων
Accusatif τη(ν)  προσγείωση τις  προσγειώσεις
Vocatif προσγείωση προσγειώσεις

προσγείωση, prosgíosi \Prononciation ?\ féminin

  1. Atterrissage.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προσγείωση)