Aller au contenu

πράσινος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien πράσινος, prásinos (« vert poireau »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πράσινος πράσινη πράσινο
génitif πράσινου πράσινης πράσινου
accusatif πράσινο πράσινη πράσινο
vocatif πράσινε πράσινη πράσινο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πράσινοι πράσινες πράσινα
génitif πράσινων πράσινων πράσινων
accusatif πράσινους πράσινες πράσινα
vocatif πράσινοι πράσινες πράσινα

πράσινος, prásinos \ˈpɾa.si.nos\

  1. (Colorimétrie) Vert.
Mot dérivé de πράσον, práson (« poireau »), avec le suffixe -ινος, -inos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πράσινος πράσινος πράσινον
vocatif πράσινε πράσινε πράσινον
accusatif πράσινον πράσινον πράσινον
génitif πρασίνου πρασίνου πρασίνου
datif πρασίν πρασίν πρασίν
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πρασίνω πρασίνω πρασίνω
vocatif πρασίνω πρασίνω πρασίνω
accusatif πρασίνω πρασίνω πρασίνω
génitif πρασίνοιν πρασίνοιν πρασίνοιν
datif πρασίνοιν πρασίνοιν πρασίνοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πράσινοι πράσινοι πράσινα
vocatif πράσινοι πράσινοι πράσινα
accusatif πρασίνους πρασίνους πράσινα
génitif πρασίνων πρασίνων πρασίνων
datif πρασίνοις πρασίνοις πρασίνοις

πράσινος, prásinos

  1. (Colorimétrie) Vert-poireau.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]