Aller au contenu

παράλληλος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien παράλληλος, parallêlos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif παράλληλος παράλληλη παράλληλο
génitif παράλληλου παράλληλης παράλληλου
accusatif παράλληλο παράλληλη παράλληλο
vocatif παράλληλε παράλληλη παράλληλο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif παράλληλοι παράλληλες παράλληλα
génitif παράλληλων παράλληλων παράλληλων
accusatif παράλληλους παράλληλες παράλληλα
vocatif παράλληλοι παράλληλες παράλληλα

παράλληλος [parállilos] \pa.ˈɾa.li.lɔs\

  1. Parallèle.
Mot composé de παρά, pará (« à côté ») et de ἀλλήλων, állêlôn (« l’un et l’autre »), littéralement « qui est à côté l'un de l'autre ».
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif παράλληλος παράλληλος παράλληλον
vocatif παράλληλε παράλληλε παράλληλον
accusatif παράλληλον παράλληλον παράλληλον
génitif παραλλήλου παραλλήλου παραλλήλου
datif παραλλήλ παραλλήλ παραλλήλ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif παραλλήλω παραλλήλω παραλλήλω
vocatif παραλλήλω παραλλήλω παραλλήλω
accusatif παραλλήλω παραλλήλω παραλλήλω
génitif παραλλήλοιν παραλλήλοιν παραλλήλοιν
datif παραλλήλοιν παραλλήλοιν παραλλήλοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif παράλληλοι παράλληλοι παράλληλα
vocatif παράλληλοι παράλληλοι παράλληλα
accusatif παραλλήλους παραλλήλους παράλληλα
génitif παραλλήλων παραλλήλων παραλλήλων
datif παραλλήλοις παραλλήλοις παραλλήλοις

παράλληλος, parállêlos *\pa.ˈral.lɛː.los\

  1. (Géométrie) Parallèle.
    • αἱ παράλληλοι (sc. γραμμαί), les lignes parallèles.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]