παλιομοδίτικος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]παλιομοδίτικος, paliomodhítikos \pa.ʎɔ.mɔ.ˈði.ti.kɔs\
- Démodé.
- φορούσε μια παλιομοδίτικη φούστα με φουρό
Synonymes
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παλιομοδίτικος)