Aller au contenu

ομοφυλόφιλος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Composé de ομόφυλος, omófilos (« du même sexe ») et de φίλος, fílos (« qui aime, amant »), littéralement « qui aime le même sexe ».
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ομοφυλόφιλος ομοφυλόφιλη ομοφυλόφιλο
génitif ομοφυλόφιλου ομοφυλόφιλης ομοφυλόφιλου
accusatif ομοφυλόφιλο ομοφυλόφιλη ομοφυλόφιλο
vocatif ομοφυλόφιλε ομοφυλόφιλη ομοφυλόφιλο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ομοφυλόφιλοι ομοφυλόφιλες ομοφυλόφιλα
génitif ομοφυλόφιλων ομοφυλόφιλων ομοφυλόφιλων
accusatif ομοφυλόφιλους ομοφυλόφιλες ομοφυλόφιλα
vocatif ομοφυλόφιλοι ομοφυλόφιλες ομοφυλόφιλα

ομοφυλόφιλος (omofilófilos) \ɔ.mɔ.fi.ˈlɔ.fi.lɔs\

  1. (Sexualité) Homosexuel.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ομοφυλόφιλος οι  ομοφυλόφιλοι
Génitif του  ομοφυλοφίλου των  ομοφυλοφίλων
Accusatif το(ν)  ομοφυλόφιλο τους  ομοφυλοφίλους
Vocatif ομοφυλόφιλε ομοφυλόφιλοι

ομοφυλόφιλος (omofilófilos) \ɔ.mɔ.fi.ˈlɔ.fi.lɔs\

  1. (Sexualité) Homosexuel.