ολίγος
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien ὀλίγος, olígos.
Adjectif
[modifier le wikicode]ολίγος (olígos) \ɔ.ˈli.ɣɔs\
- Petit, qui est en petite quantité.
Dérivés
[modifier le wikicode]- ολίγον
- ολιγαρκής
- ολιγάριθμος
- ολιγαρχία
- ολιγαρχικός
- ολιγοήμερος
- ολιγόλογος
- ολιγόστιχος
- ολιγωρία
- ολιγωρώ