νοσηρός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien νοσηρός, nosêrós.
Adjectif
[modifier le wikicode]νοσηρός, nosirós \Prononciation ?\
- Malade.
- Συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού.
- Les symptomes indiquent l’état malade de l’organisme.
- Συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού.
- Maladif, fou, excessif.
- νοσηρή αγάπη για την πατρίδα.
- Un amour fou pour la patrie.
- νοσηρή αγάπη για την πατρίδα.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (νοσηρός)
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]νοσηρός, nosērós *\no.sɛː.rós\
- Malade.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Synonymes
[modifier le wikicode]Dérivés dans d’autres langues
[modifier le wikicode]- Grec : νοσηρός
Références
[modifier le wikicode]- « νοσηρός », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage