Aller au contenu

νοσηρός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien νοσηρός, nosêrós.

νοσηρός, nosirós \Prononciation ?\

  1. Malade.
    • Συμπτώματα που δείχνουν τη νοσηρή κατάσταση του οργανισμού.
      Les symptomes indiquent l’état malade de l’organisme.
  2. Maladif, fou, excessif.
    • νοσηρή αγάπη για την πατρίδα.
      Un amour fou pour la patrie.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (νοσηρός)
Mot dérivé de νόσος, nósos (« mal, maladie »), avec le suffixe -ηρός, -ērós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif νοσηρός νοσηρά νοσηρόν
vocatif νοσηρέ νοσηρά νοσηρόν
accusatif νοσηρόν νοσηράν νοσηρόν
génitif νοσηροῦ νοσηρᾶς νοσηροῦ
datif νοσηρ νοσηρ νοσηρ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif νοσηρώ νοσηρά νοσηρώ
vocatif νοσηρώ νοσηρά νοσηρώ
accusatif νοσηρώ νοσηρά νοσηρώ
génitif νοσηροῖν νοσηραῖν νοσηροῖν
datif νοσηροῖν νοσηραῖν νοσηροῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif νοσηροί νοσηραί νοσηρά
vocatif νοσηροί νοσηραί νοσηρά
accusatif νοσηρούς νοσηράς νοσηρά
génitif νοσηρῶν νοσηρῶν νοσηρῶν
datif νοσηροῖς νοσηραῖς νοσηροῖς

νοσηρός, nosērós *\no.sɛː.rós\

  1. Malade.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]