Aller au contenu

μονόφθογγος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De μόνος (« seul, unique, solitaire ») et φθόγγος (« son »).
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μονόφθογγος αἱ μονόφθογγοι τὼ μονοφθόγγω
Vocatif μονόφθογγε μονόφθογγοι μονοφθόγγω
Accusatif τὴν μονόφθογγον τὰς μονοφθόγγους τὼ μονοφθόγγω
Génitif τῆς μονοφθόγγου τῶν μονοφθόγγων τοῖν μονοφθόγγοιν
Datif τῇ μονοφθόγγ ταῖς μονοφθόγγοις τοῖν μονοφθόγγοιν

μονόφθογγος, monóphthoggos *\mo.ˈno.pʰtʰoŋ.ɡos\ féminin

  1. (Grammaire) Monophtongue.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μονόφθογγος μονόφθογγος μονόφθογγον
vocatif μονόφθογγε μονόφθογγε μονόφθογγον
accusatif μονόφθογγον μονόφθογγον μονόφθογγον
génitif μονοφθόγγου μονοφθόγγου μονοφθόγγου
datif μονοφθόγγ μονοφθόγγ μονοφθόγγ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μονοφθόγγω μονοφθόγγω μονοφθόγγω
vocatif μονοφθόγγω μονοφθόγγω μονοφθόγγω
accusatif μονοφθόγγω μονοφθόγγω μονοφθόγγω
génitif μονοφθόγγοιν μονοφθόγγοιν μονοφθόγγοιν
datif μονοφθόγγοιν μονοφθόγγοιν μονοφθόγγοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μονόφθογγοι μονόφθογγοι μονόφθογγα
vocatif μονόφθογγοι μονόφθογγοι μονόφθογγα
accusatif μονοφθόγγους μονοφθόγγους μονόφθογγα
génitif μονοφθόγγων μονοφθόγγων μονοφθόγγων
datif μονοφθόγγοις μονοφθόγγοις μονοφθόγγοις

μονόφθογγος, monóphthoggos *\mo.ˈno.pʰtʰoŋ.ɡos\

  1. Qui n’a qu’un son simple.