μονομελής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Adjectif
[modifier le wikicode]μονομελής, monomelís \Prononciation ?\
- Qui est constitué d’un seul membre.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Vocabulaire apparenté par le sens
[modifier le wikicode]- διμελής
- τριμελής
- τετραμελής
- πενταμελής
- εξαμελής
- επταμελής, εφταμελής
- οκταμελής, οχταμελής
- δεκαμελής
- δωδεκαμελής
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μονομελής)