μεσολάβηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Mot dérivé de μεσολαβώ, mesolávo, avec le suffixe -ση, -si, voir διαμεσολάβηση (« intermédiation »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μεσολάβηση | οι | μεσολαβήσεις |
Génitif | της | μεσολάβησης μεσολαβήσεως |
των | μεσολαβήσεων |
Accusatif | τη(ν) | μεσολάβηση | τις | μεσολαβήσεις |
Vocatif | μεσολάβηση | μεσολαβήσεις |
μεσολάβηση, mesolávisi \Prononciation ?\ féminin
- Médiation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)