Aller au contenu

λειτουργικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien λειτουργικός, leitourgikos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif λειτουργικός λειτουργική λειτουργικό
génitif λειτουργικού λειτουργικής λειτουργικού
accusatif λειτουργικό λειτουργική λειτουργικό
vocatif λειτουργικέ λειτουργική λειτουργικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif λειτουργικοί λειτουργικές λειτουργικά
génitif λειτουργικών λειτουργικών λειτουργικών
accusatif λειτουργικούς λειτουργικές λειτουργικά
vocatif λειτουργικοί λειτουργικές λειτουργικά

λειτουργικός (lituryikós) \li.tuɾ.ʝi.ˈkɔs\

  1. Fonctionnel, liturgique.
Mot dérivé de λειτουργός, leitourgos (« fonctionnaire, ministre du culte »), avec le suffixe -ικός, -ikos.

λειτουργικός, leitourgikos *\Prononciation ?\

  1. Liturgique, ministrant, relatif au ministère du culte.

Références

[modifier le wikicode]