κυβερνησιμότητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de κυβερνήσιμος, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | κυβερνησιμότητα | οι | κυβερνησιμότητες |
Génitif | της | κυβερνησιμότητας | των | κυβερνησιμοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | κυβερνησιμότητα | τις | κυβερνησιμότητες |
Vocatif | κυβερνησιμότητα | κυβερνησιμότητες |
κυβερνησιμότητα (kivernisimótita) \Prononciation ?\ féminin
- (Néologisme) Facilité à être gouverner, caractère de ce qui est gouvernable, gouvernabilité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)