Aller au contenu

κεραυνοβόλος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien κεραυνοβόλος, keraunobólos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif κεραυνοβόλος κεραυνοβόλα κεραυνοβόλο
génitif κεραυνοβόλου κεραυνοβόλας κεραυνοβόλου
accusatif κεραυνοβόλο κεραυνοβόλα κεραυνοβόλο
vocatif κεραυνοβόλε κεραυνοβόλα κεραυνοβόλο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif κεραυνοβόλοι κεραυνοβόλες κεραυνοβόλα
génitif κεραυνοβόλων κεραυνοβόλων κεραυνοβόλων
accusatif κεραυνοβόλους κεραυνοβόλες κεραυνοβόλα
vocatif κεραυνοβόλοι κεραυνοβόλες κεραυνοβόλα

κεραυνοβόλος (keravnovólos) \ce.ɾav.noˈvo.los\

  1. Foudroyant.
Mot composé de κεραυνός, keraunós (« tonnerre ») et de βολή, bolḗ (« coup »).

κεραυνοβόλος, keraunobólos *\Prononciation ?\

  1. Foudroyant.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]