καταπληκτικός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien καταπληκτικός, kataplêktikos, dérivé de κατάπληκτος, katáplêktos, avec le suffixe -ικός, -ikós, de καταπλήσσω, kataplêssô (« étonner, stupéfier »).
Adjectif
[modifier le wikicode]καταπληκτικός, katapliktikós \ka.ta.pli.kti.ˈkɔs\
- Chouette, terrible, pas mal.
- Είναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!
- Il est chouette ce livre !
- Είναι καταπληκτικό αυτό το βιβλίο!
Dérivés
[modifier le wikicode]Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καταπληκτικός)