καπετάνισσα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de καπετάνιος, kapetánios (« capitaine »), avec le suffixe -ισσα, -issa (« -esse »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | καπετάνισσα | οι | καπετάνισσες |
Génitif | της | καπετάνισσας | των | καπετανισσών |
Accusatif | τη(ν) | καπετάνισσα | τις | καπετάνισσες |
Vocatif | καπετάνισσα | καπετάνισσες |
καπετάνισσα, kapetánissa \ka.peˈta.ni.sa\ féminin (pour un homme, on dit : καπετάνιος)
- (Militaire) Capitainesse, femme capitaine.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Capitainesse, épouse d’un capitaine.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καπετάνισσα)