Aller au contenu

θηρευτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de θηρευτής, thêreutês (« chasseur »), avec le suffixe -ικός, -ikos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif θηρευτικός θηρευτική θηρευτικόν
vocatif θηρευτικέ θηρευτική θηρευτικόν
accusatif θηρευτικόν θηρευτικήν θηρευτικόν
génitif θηρευτικοῦ θηρευτικῆς θηρευτικοῦ
datif θηρευτικ θηρευτικ θηρευτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif θηρευτικώ θηρευτικά θηρευτικώ
vocatif θηρευτικώ θηρευτικά θηρευτικώ
accusatif θηρευτικώ θηρευτικά θηρευτικώ
génitif θηρευτικοῖν θηρευτικαῖν θηρευτικοῖν
datif θηρευτικοῖν θηρευτικαῖν θηρευτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif θηρευτικοί θηρευτικαί θηρευτικά
vocatif θηρευτικοί θηρευτικαί θηρευτικά
accusatif θηρευτικούς θηρευτικάς θηρευτικά
génitif θηρευτικῶν θηρευτικῶν θηρευτικῶν
datif θηρευτικοῖς θηρευτικαῖς θηρευτικοῖς

θηρευτικός, thêreutikós *\Prononciation ?\

  1. Chasseur, de chasse.

Références

[modifier le wikicode]