εξοικονόμηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Mot dérivé de εξοικονομώ, exikonómo (« économiser »), avec le suffixe -ση, -si ; voir οικονόμος.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εξοικονόμηση | οι | εξοικονομήσεις |
Génitif | της | εξοικονόμησης εξοικονομήσεως |
των | εξοικονομήσεων |
Accusatif | τη(ν) | εξοικονόμηση | τις | εξοικονομήσεις |
Vocatif | εξοικονόμηση | εξοικονομήσεις |
εξοικονόμηση, exikonómisi \Prononciation ?\ féminin
- Action d’économiser, de faire des économies.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (εξοικονόμηση)