Aller au contenu

δυναμικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien δυναμικός, dunamikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δυναμικός δυναμική δυναμικό
génitif δυναμικού δυναμικής δυναμικού
accusatif δυναμικό δυναμική δυναμικό
vocatif δυναμικέ δυναμική δυναμικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δυναμικοί δυναμικές δυναμικά
génitif δυναμικών δυναμικών δυναμικών
accusatif δυναμικούς δυναμικές δυναμικά
vocatif δυναμικοί δυναμικές δυναμικά

δυναμικός, dynamikós \Prononciation ?\

  1. Dynamique, puissant, fort.
Mot dérivé de δύναμις, dúnamis (« puissance »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δυναμικός δυναμική δυναμικόν
vocatif δυναμικέ δυναμική δυναμικόν
accusatif δυναμικόν δυναμικήν δυναμικόν
génitif δυναμικοῦ δυναμικῆς δυναμικοῦ
datif δυναμικ δυναμικ δυναμικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif δυναμικώ δυναμικά δυναμικώ
vocatif δυναμικώ δυναμικά δυναμικώ
accusatif δυναμικώ δυναμικά δυναμικώ
génitif δυναμικοῖν δυναμικαῖν δυναμικοῖν
datif δυναμικοῖν δυναμικαῖν δυναμικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δυναμικοί δυναμικαί δυναμικά
vocatif δυναμικοί δυναμικαί δυναμικά
accusatif δυναμικούς δυναμικάς δυναμικά
génitif δυναμικῶν δυναμικῶν δυναμικῶν
datif δυναμικοῖς δυναμικαῖς δυναμικοῖς

δυναμικός, dunamikós *\dy.na.mi.kós\

  1. Puissant, efficace.
  2. Fort.

Références

[modifier le wikicode]