Aller au contenu

δροσερός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien δροσερός, droséros (« couvert de rosée »).

δροσερός

  1. Frais.
Mot dérivé de δρόσος, drosos (« rosée »), avec le suffixe -ερός, -eros.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif δροσερός δροσερά δροσερόν
vocatif δροσερέ δροσερά δροσερόν
accusatif δροσερόν δροσεράν δροσερόν
génitif δροσεροῦ δροσερᾶς δροσεροῦ
datif δροσερ δροσερ δροσερ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif δροσερώ δροσερά δροσερώ
vocatif δροσερώ δροσερά δροσερώ
accusatif δροσερώ δροσερά δροσερώ
génitif δροσεροῖν δροσεραῖν δροσεροῖν
datif δροσεροῖν δροσεραῖν δροσεροῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif δροσεροί δροσεραί δροσερά
vocatif δροσεροί δροσεραί δροσερά
accusatif δροσερούς δροσεράς δροσερά
génitif δροσερῶν δροσερῶν δροσερῶν
datif δροσεροῖς δροσεραῖς δροσεροῖς

δροσερός, ά, όν

  1. Humide de rosée.
  2. (Par suite) Frais, tendre, délicat.

Références

[modifier le wikicode]