διοργανωτής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Mot dérivé de διοργανώνω, diorganono (« organiser »), avec le suffixe -τής, -tís ; voir οργανώνω.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | διοργανωτής | οι | διοργανωτές |
Génitif | του | διοργανωτή | των | διοργανωτών |
Accusatif | τον | διοργανωτή | τους | διοργανωτές |
Vocatif | διοργανωτή | διοργανωτές |
διοργανωτής, diorganotís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : διοργανώτρια)
- Organisateur.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διοργανωτής)