Aller au contenu

γυναικεῖος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de γυνή, gynḗ (« femme »), avec le suffixe -ιος.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γυναικεῖος γυναικεί γυναικεῖον
vocatif γυναικεῖε γυναικεί γυναικεῖον
accusatif γυναικεῖον γυναικείᾱν γυναικεῖον
génitif γυναικείου γυναικείᾱς γυναικείου
datif γυναικεί γυναικεί γυναικεί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif γυναικείω γυναικεί γυναικείω
vocatif γυναικείω γυναικείω γυναικείω
accusatif γυναικείω γυναικεί γυναικείω
génitif γυναικείοιν γυναικείαιν γυναικείοιν
datif γυναικείοιν γυναικείαιν γυναικείοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γυναικεῖοι γυναικεῖαι γυναικεῖ
vocatif γυναικεῖοι γυναικεῖαι γυναικεῖ
accusatif γυναικείους γυναικείᾱς γυναικεί
génitif γυναικείων γυναικείων γυναικείων
datif γυναικείοις γυναικείαις γυναικείοις

γυναικεῖος, gynaikeîos

  1. Féminin, de femme.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]