Aller au contenu

γενικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien γενικός, genikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γενικός γενική γενικό
génitif γενικού γενικής γενικού
accusatif γενικό γενική γενικό
vocatif γενικέ γενική γενικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γενικοί γενικές γενικά
génitif γενικών γενικών γενικών
accusatif γενικούς γενικές γενικά
vocatif γενικοί γενικές γενικά

γενικός (yenikós) \ʝɛ.ni.ˈkɔs\

  1. Général, générique.
Mot composé de γένος et -ικός.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif γενικός γενική γενικόν
vocatif γενικέ γενική γενικόν
accusatif γενικόν γενικήν γενικόν
génitif γενικοῦ γενικῆς γενικοῦ
datif γενικ γενικ γενικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif γενικώ γενικά γενικώ
vocatif γενικώ γενικά γενικώ
accusatif γενικώ γενικά γενικώ
génitif γενικοῖν γενικαῖν γενικοῖν
datif γενικοῖν γενικαῖν γενικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif γενικοί γενικαί γενικά
vocatif γενικοί γενικαί γενικά
accusatif γενικούς γενικάς γενικά
génitif γενικῶν γενικῶν γενικῶν
datif γενικοῖς γενικαῖς γενικοῖς

γενικός, genikós

  1. Qui concerne le genre, générique.
  2. Qui concerne la race.
  3. Qui concerne l'action d'engendrer.
  4. (Grammaire grecque) Génitif.

Références

[modifier le wikicode]