Aller au contenu

βλέμμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  βλέμμα τα  βλέμματα
Génitif του  βλέμματος των  βλεμμάτων
Accusatif το  βλέμμα τα  βλέμματα
Vocatif βλέμμα βλέμματα

βλέμμα, blémma \ˈvlɛm.ma\ neutre

  1. Aperçu, regard, vision.
Déverbal de βλέπω, blépô (« voir ») avec le suffixe -μα.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ βλέμμα τὰ βλέμματα τὼ βλέμματε
Vocatif βλέμμα βλέμματα βλέμματε
Accusatif τὸ βλέμμα τὰ βλέμματα τὼ βλέμματε
Génitif τοῦ βλέμματος τῶν βλεμμάτων τοῖν βλεμμάτοιν
Datif τῷ βλέμματι τοῖς βλέμμασι(ν) τοῖν βλεμμάτοιν

βλέμμα, blémma \ˈble.mːa\ neutre

  1. Regard.
  2. (Au pluriel) Yeux.

Références

[modifier le wikicode]