Aller au contenu

βαλανιδιά

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir le grec ancien βάλανος, bálanos (« gland »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βαλανιδιά οι  βαλανιδιές
Génitif της  βαλανιδιάς των  βαλανιδιών
Accusatif τη(ν)  βαλανιδιά τις  βαλανιδιές
Vocatif βαλανιδιά βαλανιδιές

βαλανιδιά, valanidiá \va.la.niˈðʝa\ féminin

  1. (Botanique) Chêne.