Aller au contenu

βελανιδιά

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De βελανίδι (« gland »).
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βελανιδιά οι  βελανιδιές
Génitif της  βελανιδιάς των  βελανιδιών
Accusatif τη(ν)  βελανιδιά τις  βελανιδιές
Vocatif βελανιδιά βελανιδιές

βελανιδιά, velanidiá \ve.la.niˈðʝa\ féminin

  1. (Botanique) Chêne.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (βελανιδιά)